μνηστεύω — court pres subj act 1st sg μνηστεύω court pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
μνηστεύω — μνήστεψα, μνηστεύτηκα, μνηστευμένος, αρραβωνιάζω, δεσμεύω δύο άτομα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου: Είναι μνηστευμένοι δέκα χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνηστεύεσθε — μνηστεύω court pres imperat mp 2nd pl μνηστεύω court pres ind mp 2nd pl μνηστεύω court imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστεύῃ — μνηστεύω court pres subj mp 2nd sg μνηστεύω court pres ind mp 2nd sg μνηστεύω court pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμνηστευμένον — μνηστεύω court perf part mp masc acc sg μνηστεύω court perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμνηστεῦσθαι — μνηστεύω court perf inf mp μνηστεύω court perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστευθέντα — μνηστεύω court aor part pass neut nom/voc/acc pl μνηστεύω court aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστευομένων — μνηστεύω court pres part mp fem gen pl μνηστεύω court pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστευσαμένων — μνηστεύω court aor part mid fem gen pl μνηστεύω court aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστευσάμενον — μνηστεύω court aor part mid masc acc sg μνηστεύω court aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)